Ως μυθιστόρημα εννοούμε μιαν αφήγηση μάλλον εκτεταμένη, συνήθως σε πρόζα, με υποθέσεις που μπορεί να είναι πραγματικές ή φανταστικές, με ένα ή περισσότερα πρόσωπα και με μια πλοκή πλούσια σε εξελίξεις και με ένα τέλος θετικό ή αρνητικό.
Μολονότι υπάρχουν προγενέστερες μορφές που ανάγονται στους ελληνιστικούς χρόνους και διαδοχικά στην πλούσια άνθιση των μεσαιωνικών περιπετειών, οι κριτικοί τοποθετούν τη γέννηση του σύγχρονου μυθιστορήματος τον δέκατο όγδοο αιώνα.
Η εξέλιξη αυτής της κοινωνικής τάξης (καθορίστηκε από την εξέλιξη που ακολούθησε τη Βιομηχανική Επανάσταση), η οποία μαζί με τα πλούτη αρχίζει να ενδιαφέρεται και για τον πολιτισμό σαν στιγμή ψυχαγωγίας, καθορίζει την αλλαγή της λογοτεχνικής παραγωγής, καθώς δεν στρέφεται πια σε μία κλασική και αυλική παράδοση, αλλά σε ένα μυθιστόρημα πιο κοντά στην πραγματικότητα, πλούσιο σε διασκεδαστικές περιπέτειες, όπου βρίσκουμε αστούς ήρωες και είναι γραμμένο με τρόπο απλό και σαφή.
Όλα αυτά καθορίζουν την εξέλιξη μιας μαζικής κουλτούρας που συνεισφέρει στην αύξηση μιας πραγματικής εκδοτικής βιομηχανίας, η οποία γίνεται χάρη στο αστικό πνεύμα μια πηγή επενδύσεων και κέρδους. Ένα από τα αντιπροσωπευτικά μυθιστορήματα αυτής της περιόδου είναι δίχως αμφιβολία ο Ροβινσόν Κρούσος του Ντεφόε (1719).
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι αυτός ο συγγραφέας έγραψε το μυθιστόρημα όχι από «λογοτεχνική έφεση» (ήταν έμπορος και δημοσιογράφος), αλλά για να βγάλει χρήματα και να πληρώσει τα χρέη του. Και ο ήρωάς του ενσαρκώνει το πνεύμα πρωτοβουλίας της νέας τάξης και χάρη στην ευφυΐα και στην εργατικότητά του καταφέρνει να αντιμετωπίσει τις πολυάριθμες δυσκολίες, μετά το ναυάγιό του σ’ ένα ερημονήσι.
Φιλοσοφικό μυθιστόρημα: Οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού ηγούνται μιας μάχης ιδεών που τείνουν προς την ανανέωση της κοινωνίας (είναι οι πρώτες αψιμαχίες των αγώνων για τα δικαιώματα της ισότητας που θα επικυρωθούν από τη Γαλλική Επανάσταση). Αυτός ο τομέας μπορεί να θεωρηθεί μια μυθιστορηματική τάση αυτής της εποχής που στοχεύει να καταγγείλει τη φανταστική επινόηση και ειρωνεύεται τις αντιθέσεις, τα παράλογα και τις προκαταλήψεις της νέας κοινωνίας. Σύμβολα αυτού του συναισθήματος είναι ο Σουίφτ με Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ (1726) και το Καντίντ ή η αισιοδοξία (1759) του Βολταίρ.
Επιστολικό μυθιστόρημα: Αυτό το είδος μυθιστορήματος αντιπροσωπεύει την πιο πρωτότυπη ανανέωση της περιόδου. Πρόκειται για μυθιστορήματα όπου η υπόθεση εξελίσσεται μέσα από την επινόηση ορισμένων επιστολών που ο πρωταγωνιστής φαντάζεται ότι στέλνει στον συνομιλητή του. Πρώτο παράδειγμα θεωρείται το κείμενο που έγραψε ο Γκαίτε, Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, η ιστορία του δυστυχισμένου έρωτα ενός νεαρού ο οποίος αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη γυναίκα που αγαπά και αποφασίζει να αυτοκτονήσει, ηρωική και υπέρτατη κίνηση διαμαρτυρίας κατά της κοινωνίας.
Αυτό το μυθιστόρημα άφησε βαθιά ίχνη στη λογοτεχνική απόλαυση της εποχής και κυρίως σε έναν συγγραφέα όπως ο Φώσκολος, ο οποίος μιμήθηκε τη δομή και εν μέρει το θέμα στα Τελευταία γράμματα του Γιάκοπο Ορτίς (1798). Και στο αριστούργημα του Φώσκολου ο πρωταγωνιστής υποφέρει από τον αδύνατο έρωτα για μια γυναίκα που έχει δώσει την καρδιά της σε κάποιον άλλο. Σ’ αυτό το θέμα πρέπει να προσθέσουμε και το πολιτικό πάθος του Ορτίς, που τον ωθούν στην εξορία, στην απομάκρυνση από την πατρίδα. Αυτά τα μοτίβα και μια αίσθηση αποξένωσης από μια κοινωνία αστική και υλιστική θα τον «σπρώξουν» στην αυτοκτονία ως κίνηση πρόκλησης, διαμαρτυρίας προς τις κοινωνικές συμβατικότητες, αλλά και ήττας όσον αφορά τη ζωή. Και το μυθιστόρημα του Φώσκολου και εκείνο του Γκαίτε εκφράζουν μια ευαισθησία που προκαταβάλλει πολλούς τρόπους σκέψης, τυπικούς του ρομαντισμού των πρώτων χρόνων του 1800.
Χίλια οχτακόσια: Σ’ αυτό τον αιώνα το μυθιστόρημα γίνεται το κατεξοχήν λογοτεχνικό είδος. Προφανώς, η αιτία αυτής της επιτυχίας βρίσκεται κυρίως στην ευελιξία του να αντιμετωπίζει τις πολλαπλές μορφές του περιβάλλοντος, των χαρακτήρων και των ιδεών της εποχής. Στο πρώτο μισό του αιώνα το μυθιστόρημα προσλαμβάνει το χαρακτήρα του ρομαντικού κινήματος. Είναι προπομποί στην προ-ρομαντική περίοδο ο Γκαίτε και ο Φώσκολος, οι οποίοι, μακριά από τον αστικό ρεαλισμό του 1700, παρουσιάζουν πρόσωπα με μεγάλα εσωτερικά δράματα, με ιστορίες αγάπης απελπισμένες και αδύνατες, κυριευμένοι από υπαρξιακές αγωνίες.
Δύο έννοιες τυπικά ρομαντικές (η αίσθηση της ιστορίας και εκείνη της εθνικότητας) βρίσκονται στη βάση μιας άλλης αφηγηματικής μορφής που επιβάλλεται τις πρώτες δεκαετίες του 1800 σε ευρωπαϊκό επίπεδο δίπλα στο επιστολικό-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα: το ιστορικό μυθιστόρημα.
Ιστορικό μυθιστόρημα: Η νέα μορφή του μυθιστορήματος χαρακτηριζόταν από ένα διπλό αξίωμα. Αφενός, εκείνο της φυγής από την πραγματικότητα προς εποχές (κυρίως τον Μεσαίωνα) που ο αντιπροσώπευε ο ρομαντισμός σαν ιδανικές στιγμές για τον άνθρωπο για διάφορους λόγους (πολιτικούς, ιδεολογικούς και θρησκευτικούς)• και αφετέρου από μια εθνικιστική και πατριωτική πρόθεση που αναζητούσε στο παρελθόν βασικές και σημαντικές στιγμές της εθνικής ιστορίας που θα χρησίμευαν ως παράδειγμα για τους ανθρώπους ώστε να λύσουν τα προβλήματα του παρόντος.
Ο συγγραφέας που έδωσε τη μεγαλύτερη ώθηση στη διάδοση του ιστορικού μυθιστορήματος ήταν χωρίς αμφιβολία ο Σκοτσέζος Ουόλτερ Σκοτ, δημιουργός του Ιβανόη (1820).
Από την απαίτηση για φανταστική απόδραση προς μια νέα πραγματικότητα παίρνει τις αποστάσεις ο Αλεσάντρο Μανζόνι που με τους Λογοδοσμένους, μολονότι αναγνωρίζει το χρέος του προς τον Σκοτ, επιμένει κυρίως στον σεβασμό της ιστορικής αλήθειας, διακρίνοντας το ρόλο του μυθιστοριογράφου από εκείνον του ιστορικού. Ο μυθιστοριογράφος δεν επικεντρώνεται μόνο στα εξωτερικά γεγονότα, αλλά ερευνά και τα συναισθήματα, τα πάθη, τις αιτίες που τα δημιούργησαν και τα συνοδεύουν. Εξάλλου, η επίσημη ιστορία τείνει να επικεντρώνει την προσοχή της στους ισχυρούς και στους ευγενείς, αποκλείοντας τους απλούς ανθρώπους που υπομένουν τις επιλογές των ισχυρών: ο Μανζόνι απευθύνεται στους ταπεινούς και τους κάνει πρωταγωνιστές του μυθιστορήματός του.
Αριστούργημα της ελληνικής λογοτεχνίας είναι το οξύτατο πεζό σατιρικό του Σολωμού Η γυναίκα της Ζάκυθος, τοποθετείται το 1826, γεγονός που αποτελεί σαφές ιστορικό πλαίσιο της δράσης και της αφήγησής του, αλλά δεν είναι μυθιστόρημα.
Μυθιστόρημα σε συνέχειες: Το μυθιστόρημα που δημοσιεύεται σε συνέχειες σε επιφυλλίδες εφημερίδων και περιοδικών, το οποίο εξελίχθηκε με τη διεύρυνση του κοινού και της εκδοτικής βιομηχανίας. Ο συγγραφέας όμως πρέπει να ακολουθεί τους κανόνες που επιβάλλει ο εκδότης. Πρέπει να παράγει κομμάτια αφήγησης, σε καθορισμένο μέγεθος που θα δημοσιεύονται σε συνέχειες και τα οποία οφείλουν να έχουν κατά κάποιο τρόπο ένα επαρκές επίπεδο αυτονομίας και συγχρόνως να κρατήσουν ζωντανό το ενδιαφέρον του κοινού που είναι ευρύτατο και ποικιλόμορφο• πράγματι, το μυθιστόρημα σε συνέχειες διαμορφώνεται ως μαζικό προϊόν, απευθύνεται σε μια κοινωνία, την αστική, που θέλει να βλέπει να αντανακλώνται σ’ αυτές τις ιστορίες οι δικές της υποθέσεις και τα όνειρά της.
Και ακριβώς γι’ αυτό τα κύρια θέματα αυτού του είδους είναι: ερωτικά πάθη που συνεπαίρνουν, «ρεμβασμοί» που βιώνονται συγκρουσιακά, ένας τύπος γυναίκας στον οποίο βρίσκουμε την ομορφιά, την ιδιορρυθμία, την κομψότητα και τη λαγνεία• μια κοινωνία πλούσια και ηδονοθηρική• τη μορφή του νεαρού καλλιτέχνη που αναζητά την καθιέρωση, και όλα αυτά να παρουσιάζονται με δολοπλοκίες πολλές φορές απίθανες, με αφηγήσεις συχνά επιτηδευμένες, που στοχεύουν στην εμπλοκή του αναγνώστη.
Η φόνισσα του Παπαδιαμάντη είναι από τα κορυφαία έργα της ελληνικής λογοτεχνίας και αυτού του είδους, αλλά μόνο όσον αφορά τις συνέχειες• δημοσιεύτηκε για για πρώτη φορά στο περιοδικό «Παναθήναια» σε συνέχειες από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 1903. Βέβαια, υπάρχουν δύο «ενστάσεις»: το έτος που γράφτηκε και ότι συγκαταλέγεται σε άλλο λογοτεχνικό είδος, στη νουβέλα.
Ρεαλιστικό μυθιστόρημα: Αυτό το είδος, που αντιπροσωπεύει ένα είδος καθρέφτη της σύγχρονης κοινωνίας, διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη ξεκινώντας από τη δεκαετία του ’30. Εκείνος που το άρχισε είναι ο Σταντάλ: πράγματι, στο έργο του είναι παρούσες η ισχυρή γνωστική υποχρέωση προς την πραγματικότητα και μια σοβαρότητα έρευνας εντελώς πρωτόγνωρες όσον αφορά το παρελθόν. Τα πιο διάσημα έργα του είναι αναμφίβολα Το κόκκινο και το μαύρο (1830) και το Μοναστήρι της Πάρμας (1839). Ο Σταντάλ δεν παρέμεινε μια μεμονωμένη περίπτωση, αλλά στα ίχνη του δημιουργήθηκαν πολλά μυθιστορήματα.
Αξιοσημείωτο είναι και το έργο του Μπαλζάκ, που συλλαμβάνει και πραγματοποιεί ανάμεσα στο 1830 και στο 1850 μια νωπογραφία της γαλλικής κοινωνίας και παίρνει τον τίτλο ανθρώπινη κωμωδία. Η ανάλυση της ανθρώπινης κοινωνίας εξελίσσεται μέσα από τα περιστατικά μιας σειράς προσώπων, ανάμεσα στα οποία η Ευγενία Γκραντέ (1833) και ο Μπάρμπα-Γκοριό (1834).
Αυτή η τάση είναι παρούσα και στην υπόλοιπη Ευρώπη και τη βλέπουμε στον Άγγλο συγγραφέα Τσαρλς Ντίκενς με τα έργα του Όλιβερ Τουίστ (1837) και Δαβίδ Κόπερφιλντ ή όπως οι εκπρόσωποι της ρωσικής σχολής από τον Γκόγκολ Η μύτη, Το παλτό, τον Τολστόι Πόλεμος και Ειρήνη (1869), Άννα Καρένινα, (1877), τον Ντοστογιέφσκι Έγκλημα και τιμωρία (1866).
Πέρα από τις διαφορές στα κύρια χαρακτηριστικά του κάθε συγγραφέα, αυτά τα έργα ενώνονται κυρίως από μια περιέργεια προς ολόκληρη τη σύγχρονη πραγματικότητα, δίχως προκαταλήψεις για το ένα περιβάλλον ή για το άλλο.
Ένα άλλο βασικό στοιχείο είναι η πεποίθηση ότι υπάρχει ένας στενός δεσμός ανάμεσα στον κόσμο του είναι, του σκέφτεσθαι, του πώς ενεργούν τα πρόσωπα, αφενός, και του κοινωνικού και ιστορικού περιβάλλοντος όπου ζουν και διαμορφώθηκαν.
Άλλο κοινό χαρακτηριστικό είναι χωρίς αμφιβολία το γεγονός ότι σ’ αυτά τα έργα επιβάλλεται ένας αφηγηματικός τρόπος που θεμελιώνεται στον εξωτερικό και παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος διηγείται μια ιστορία όπου δεν εμπλέκεται άμεσα και ακολουθεί τα περιστατικά των ηρώων, υιοθετώντας την οπτική τους, που επεμβαίνει ελεύθερα για να σχολιάσει με βάση το δικό του σύστημα πολιτιστικής και αξιακής αναφοράς τις υποθέσεις, τις ενέργειες και τη συμπεριφορά των πρωταγωνιστών.
Μια αξιοσημείωτη εξέλιξη στην ιστορία του ρεαλισμού την έχουμε με τον Γάλλο συγγραφέα Φλομπέρ (Μαντάμ Μποβαρί 1857), ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί προάγγελος του νατουραλισμού. Σύμφωνα με τον Φλομπέρ, ο αφηγητής πρέπει να είναι σαν ένας κρυμμένος θεός που κατασκευάζει το μυθιστόρημα, αλλά δεν πρέπει να εμφανιστεί. Εξαφανίζονται έτσι οι επεμβάσεις και τα σχόλια του παντογνώστη αφηγητή και περιορίζεται να παρατηρεί και να μεταφέρει την οπτική των προσώπων. Ο Φλομπέρ θέτει έτσι τις βάσεις για κείνη την αφηγηματική με την ιδανική αντικειμενικότητα και το απρόσωπο, χαρακτηριστικά του γαλλικού νατουραλισμού και του ιταλικού βερισμού. Στο επίπεδο του περιεχομένου όμως ο Φλομπέρ, όσον αφορά τους νατουραλιστές, κινείται ακόμη στο πλαίσιο μιας ρεαλιστικής ανάλυσης της κοινωνίας: η ηρωίδα του, η μαντάμ Μποβαρί, είναι ουσιαστικά μια ηρωίδα ρομαντική.
Νατουραλιστικό μυθιστόρημα: Αρχηγός της σχολής και θεωρητικός ήταν ο Εμίλ Ζολά. Αναπτύσσεται μια νέα δυνατότητα για τον συγγραφέα: εκείνη να μπορεί να αναπαραστήσει επιστημονικά την κοινωνία και τους νόμους της, έτσι όπως ο επιστήμονας μελετά και αναλύει τους φυσικούς νόμους.
Αυτή η πεποίθηση μπορεί να εξηγηθεί με την εξάπλωση του θετικισμού, ενός φιλοσοφικού ρεύματος που υποστηρίζει την απόλυτη αξία της επιστήμης και ως όργανο για να γνωρίσουμε τον κόσμο και ως όργανο προόδου. Σύμφωνα με τους νατουραλιστές συγγραφείς, ο δημιουργός του μυθιστορήματος πρέπει να σταθεί απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα με την ίδια διάθεση του επιστήμονα, με την πεποίθηση ότι και η ανθρώπινη συμπεριφορά, όπως όλα τα άλλα φαινόμενα, απαντούν σε φυσικούς νόμους που οφείλουμε να ερευνήσουμε.
Οπότε, είναι αναγκαίες μια αναλυτική συμπεριφορά, μια αυστηρή μεθοδολογία και η απόλυτη αίσθηση του «απρόσωπου», δηλαδή η πλήρης απουσία οποιασδήποτε υποκειμενικής εμπλοκής στην παρουσίαση των γεγονότων. Ο Ζολά είχε αναθέσει καθήκοντα στο πειραματικό του μυθιστόρημα, δηλαδή: να υπογραμμίσει τα ανθρώπινα φαινόμενα, τους μηχανισμούς που υπαγορεύονται από την κληρονομικότητα και από το περιβάλλον και να δείξει τον άνθρωπο καθώς ζει στο κοινωνικό περιβάλλον που αυτός δημιούργησε• να δώσει όργανα για να εξαλειφθούν οι κοινωνικές αδικίες και δυσλειτουργίες. Αναφέρεται σε μια κοινωνική και πολιτική δέσμευση για τη νέα λογοτεχνία. Με την ευκαιρία, οφείλουμε να θυμηθούμε το Κατηγορώ του Ζολά που γράφτηκε για την υπεράσπιση του Ντρέιφους.
Βεριστικό μυθιστόρημα: Οι βεριστές εμπνέονται ουσιαστικά από τις ίδιες αρχές που υπαγόρευσαν οι Γάλλοι νατουραλιστές. Και γι’ αυτούς αντικείμενο της λογοτεχνίας είναι τα «ανθρώπινα τεκμήρια», αληθινά γεγονότα, ιστορικά και η ανάλυσή τους πρέπει να γίνει με «επιστημονική επιμέλεια» και με την υιοθέτηση του κανόνα του απρόσωπου• είναι πεπεισμένοι ότι ο αναγνώστης πρέπει να σχηματίσει από το μυθιστόρημα την εντύπωση ότι η ίδια η πραγματικότητα μιλάει: «η δημιουργία πρέπει να είναι ένα μυστήριο, το χέρι του καλλιτέχνη πρέπει να παραμένει αόρατο, το έργο πρέπει να δείχνει ότι δημιουργήθηκε από μόνο του».
Εάν όμως για τους νατουραλιστές ο συγγράφεας εξέφρασε μια θετική και αισιόδοξη στάση απέναντι στην πραγματικότητα, υποστηρίζοντας τη δυνατότητα να μπορεί να επεμβαίνει και να διορθώνει τις κοινωνικές αδικίες, γιαα τους βεριστές, τους οποίους αντιπροσωπεύουν οι Καπουάνα, Ντε Ρομπέρτο και κυρίως ο Βέργκα, λείπει αυτό το στοιχείο αισιοδοξίας.
Δεν υπάρχει η εμπιστοσύνη ότι μια ενδελεχής ανάλυση της πραγματικότητας μπορεί να οδηγήσει σε μια συγκεκριμένη κίνηση ανανέωσης (αυτό κυρίως επειδή ετούτο το ρεύμα συνδέεται με τις συνθήκες της ιταλικής κοινωνικής-οικονομικής οπισθοδρομικότητας, με τις φεουδαρχικές συνθήκες, τις απογοητεύσεις από την Παλινόρθωση, τη νοτροπία και την κουλτούρα του Νότου — μοιρολατρία.
Απουσιάζει η εμπιστοσύνη στην επιστήμη ως οργάνου για τη χειραφέτηση του ανθρώπου και για τη λύση των προβλημάτων. Η πρόοδος μπορεί να είναι επικίνδυνη για τους πιο αδύναμους, μπορεί να να τους συνθλίψει όπως συμβαίνει με τον κύκλο Οι ηττημένοι του Βέργκα. Και στο επίπεδο του περιεχομένου υπάρχουν πολλές διαφορές: οι πρωταγωνιστές δεν ανήκουν στο αστικό προλεταριάτο, αλλά είναι κυρίως χωρικοί, καθώς η βιομηχανοποίηση δεν έχει αναπτυχθεί πλήρως και η οικονομία είναι καθαρά αγροτική.
Ο βερισμός ήταν κυρίως ένα ρεύμα τοπικό, σχεδόν αποκλειστικά σικελικό. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα, για πολύ καιρό, την ελλιπή ταύτιση του μεσοαστού αναγνώστη, που είναι μακριά από αυτή την πραγματικότητα.
Χίλια εννιακόσια: Το μυθιστόρημα του 1900 ανέπτυξε μερικά θέματα του 1800 και εντόπισε νέα, αλλά κυρίως χαρακτηρίζεται από έναν επαναπροσδιορισμό εκείνων που θεωρούνταν τα ίδια του τα θεμέλια.
Με τη γέννηση των πρωτοποριακών κινημάτων και της ψυχανάλυσης, επεξεργάστηκαν νέα εκφραστικά και γλωσσικά μέσα. Σε συμβατικό επίπεδο λείπουν ορισμένοι ακρογωνιαίοι λίθοι: ο ήρωας ως κεντρικό στοιχείο, ενώ εγκαταλείφθηκε η χρονολογική και τακτική αίσθηση της αφήγησης, για να ακολουθηθεί μία άλλη που προτιμά τις κινήσεις της ψυχής (ροή συνείδησης, φλας-μπακ, έμμεσο ελεύθερο στιλ, εσωτερικός μονόλογος).
Ανάμεσα στα αγαπημένα θέματα του μυθιστορήματος του 1900 βρίσκουμε: την εποποιία της μνήμης (Προυστ), την οδυνηρή ατέλεια του ανθρώπου και την κατάστασή του ως φυλακισμένου του κόσμου (Κάφκα), ο εκπεσμός του αστικού πολιτισμού (Μαν, Μούζιλ), η αδυναμία να δοθεί μια μονοσήμαντη όψη στην πραγματικότητα (Πιραντέλο).
Παρακμιακό μυθιστόρημα: Το μυθιστόρημα του Ισμάν Ανάποδα αποκαλείται η Βίβλος του παρακμιακού, το οποίο μιμείται και ο Ντ’Ανούντσιο. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα διαπλάθεται ο πατριάρχης μιας σειρά παρακμιακών πρωταγωνιστών. Σε αντίθεση προς την καθημερινή ζωή με τις αξίες και τα ιδανικά της αστικής κοινωνίας (καταλήγει να προσλάβει μια εξευτελιστική σημασία για τη μετριότητα και τις προκαταλήψεις), ο πρωταγωνιστής εξεγείρεται ενάντια στους κανόνες της κοινωνικής ζωής και φτάνει στη συστηματική, υπολογισμένη παραβίαση του ίδιου του κανόνα, ακολουθώντας το τεχνητό, το αφύσικο, το άρρυθμο.
Το υπέρτατο ιδανικό που πρέπει να φτάσουμε είναι αναμφίβολα η ομορφιά σαν ασπίδα στη χυδαιότητα της κανονικής ζωής. Άλλο παράδειγμα της παρακμιακής κουλτούρας είναι Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι του Όσκαρ Ουάιλντ, με το οποίο ο Άγγλος συγγραφέας αντιπαραθέτει στον βικτωριανό πουριτανισμό τη δική του εκκεντρική συμπεριφορά, την κλίση προς το σκάνδαλο, την αταξία στη ζωή που γνωρίζει μια πορεία προς την ομοφυλοφιλία, τη φυλακή και τη μιζέρια.
Ψυχολογικό μυθιστόρημα: Ενώ το στιλ των παρακμιακών είναι ιδιαίτερα πλούσιο, επεξεργασμένο και διανθισμένο με σπάνιες και πολύτιμες λέξεις, εντελώς διαφορετικό, κάτω από το λάβαρο της απλότητας και του ουσιώδους είναι εκείνο του Πιραντέλο. Σκάβοντας στο εγώ, γράφει τον Μακαρίτη Ματία Πασκάλ. Στα μυθιστορήματά του επιβεβαιώνεται η αδυναμία της αντικειμενικής γνώσης, και της πραγματικότητας και εμάς των ίδιων. Η ταυτότητα του ατόμου έχει πλέον θρυμματιστεί: δεν αναγνωρίζεται σε κανέναν από τους ρόλους που επιβάλλει η αστική κοινωνία.
Η τριακονταετία από την αρχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και το τέλος του Δεύτερου (1915-1945) χαρακτηρίζεται κυρίως από τη Μικρασιατική Καταστροφή, τη δικτατορία του Μεταξά, την κατοχή και την Αντίσταση. Η ελληνική παιδεία αυτής της περιόδου καθορίζεται από αυτή την ιστορική πραγματικότητα. Φυσικά, χάρη στην πολυπλοκότητα των ιστορικών γεγονότων και των πολιτιστικών γεγονότων που αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο, είναι εξαιρετικά δύσκολο, για να μην πούμε παρακινδυνευμένο και εξαιρετικά υποκειμενικό, να επιχειρήσουμε μια διάταξη όλης αυτής της λογοτεχνικής παραγωγής σύμφωνα με κατηγορίες που θα επιθυμούν να λάβουν υπόψη τους τις χρονολογικές σχέσεις, των μοτίβων έμπνευσης, των μορφών έκφρασης ή και άλλων κριτηρίων
Ακόμη πιο ποικιλόμορφη και σύνθετη, πιο ζωηρή στα μοτίβα και στις μορφές, με μεγαλύτερη ώθηση από φαινόμενα συνεχούς ανανέωσης, είναι η υπόθεση του ελληνικού μυθιστορήματος από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τις μέρες μας. Εάν η τοποθέτηση σε καταλόγους των μυθιστοριογράφων και των έργων τους σε τομείς ή ρεύματα μπορούσε να φανεί παρακινδυνευμένη και εξαιρετικά υποκειμενική για την τριακονταετία ανάμεσα στους δύο πολέμους, εμφανίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό για την τελευταία περίοδο, καθώς στους προηγούμενους λόγους της αβεβαιότητας και του ενδοιασμού προστίθενται κι άλλοι για να καταστήσουν πιο δύσκολη τη σχηματοποίηση του σύγχρονου πολιτιστικού πανοράματος. Ας σκεφτούμε τη συνεχή εξέλιξη κοινωνικών καταστάσεων και πολιτικών εννοιών, την αλληλεπικάλυψη διαφορετικών ιδεών για τη ζωή και την τέχνη, τον διαφορετικό τρόπο να εννοούμε τη λειτουργία του συγγραφέα, τις νέες θεωρίες για τη γλώσσα, την επίδραση των πρωτοποριακών κινημάτων. Ας θεωρήσουμε και τις αλλαγές που στο πέρασμα τόσο πολύπλοκων χρόνων εξακριβώθηκαν υποχρεωτικά στην προσωπικότητα μεμονωμένων συγγραφέων: οι οποίοι, αρχίζοντας για παράδειγμα τη δραστηριότητά τους στα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα ή την περίοδο με τα ιστορικά γεγονότα που αναφέραμε, έζησαν εκείνη την εποχή, πολέμησαν, συμμετείχαν στην Αντίσταση, πέρασαν τις δραματικές στιγμές του Εμφυλίου και τις πιο οξείες πολιτικές συγκρούσεις, βίωσαν τη δικτατορία του ’67, τις διάφορες εκδηλώσεις κοινωνικής και ηθικής κρίσης της μεταπολίτευσης.
Θέλοντας και μόνο να επιχειρήσουμε ένα ιστορικό πλαίσιο του ελληνικού μυθιστορήματος από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα είναι ακόμη και για τους ιστορικούς της λογοτεχνίας εξαιρετικά δύσκολο, σχεδόν αδύνατο: τα πολιτιστικά κινήματα, οι συγγραφείς, τα έργα… είναι ακόμη πάρα πολύ κοντά μας ώστε να καταφέρουμε να τα δούμε από την αναγκαία απόσταση και σε μια ιστορική προοπτική, στις αμοιβαίες σχέσεις τους, στην εμπλοκή τους με την ελληνική ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου